Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελικοδρόμιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελικοδρόμιο το [elikoδrómio] Ο40 : ανοιχτός χώρος κατάλληλα διαμορφωμένος για την προσγείωση και απογείωση ελικοπτέρων.

[λόγ. ελικό(πτερον) + -δρόμιον μτφρδ. αγγλ. helidrome < heli(copter) + -drome κατά το aerodrome = αεροδρόμιο (διαφ. το αρχ. ἑλικοδρόμος `κυκλικός΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go