Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελεφαντοστό το [elefandostó] Ο38 : ελεφαντόδοντο.
[λόγ. προσαρμ. στη δημοτ. του ελεφαντοστούν κατά το οστούν > οστό]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελεφαντοστούν το [elefandostún] Ο : (λόγ.) ελεφαντόδοντο.
[λόγ. ελεφαντ- (ελέφαντας)β + αρχ. (αττ. διάλ.) ὀστοῦν]



