Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελεφαντοκόκαλο το [elefandokókalo] Ο41 : κόκαλο από χαυλιόδοντα ελέφαντα, ως υλικό για την κατασκευή κομψοτεχνημάτων· ελεφαντόδοντο, ελεφαντοστό, φίλντισι, ελέφανταςβ.
[λόγ. ελεφαντ- (ελέφαντας)β -ο- + κόκαλο μτφρδ. του ελεφαντοστούν για προσαρμ. στη δημοτ.]



