Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελευθερόφρονας [elefθerófronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : που σκέφτεται ελεύθερα, που έχει φρονήματα (ιδέες, σκέψεις) απαλλαγμένα από προκαταλήψεις, φανατισμούς, δογματισμούς κτλ. || (ως ουσ.).
[λόγ. ελευθερόφρ(ων) -ονας]



