Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελεεινολόγηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελεεινολόγηση η [eleinolójisi] Ο33 : το να ελεεινολογείται κάποιος (ή κτ.), λόγος που ελεεινολογεί· ελεεινολογία, οικτιρμός.

[λόγ. ελεεινολογη- (ελεεινολογώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go