Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελεεινολόγηση η [eleinolójisi] Ο33 : το να ελεεινολογείται κάποιος (ή κτ.), λόγος που ελεεινολογεί· ελεεινολογία, οικτιρμός.
[λόγ. ελεεινολογη- (ελεεινολογώ) -σις > -ση]



