Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελασματουργός ο [elazmaturγós] Ο17 : αυτός που ασχολείται με την παραγωγή ελασμάτων (και άλλων προϊόντων έλασης).
[λόγ. ελασματ- (έλασμα) + -ουργός]