Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελαιόκαρπος ο [eleókarpos] Ο19 : (στον εν., με περιλ. σημασία) καρπός ελαιόδεντρου· (πρβ. ελιά): Παραγωγή / συγκομιδή / εμπορία / άλεσμα / έκθλιψη ελαιοκάρπου. Bρώσιμος ~.
[λόγ. ελαιο- 1 + καρπ(ός) -ος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ελαιοκαρπός ο.
-
- Καρπός ελιάς:
- κάθα Οκτώβρη, όταν είναι ελαιοκαρποί σωστοί (Βαρούχ. 6379).
[<ουσ. ελαία + καρπός. Τ. ελαιό‑ σήμ. λόγ. (Δημ.)]
- Καρπός ελιάς:



