Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελαιοχρωματιστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελαιοχρωματιστής ο [eleoxromatistís] Ο7 : βαφέας ειδικός στον ελαιοχρωματισμό.

[λόγ. ελαιοχρωματισ- (ελαιοχρωματίζω) -τής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go