Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελαιουργικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελαιουργικός -ή -ό [eleurjikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ελαιουργία: Ελαιουργικά μηχανήματα / προϊόντα.

[λόγ. < ελνστ. ἐλαιουργικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go