Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελαιοπυρήνας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελαιοπυρήνας ο [eleopirínas] Ο2 & ελαιοπυρήνα η [eleopirína] Ο25 : (κανονικά στον εν.) α. (με περιληπτική σημασία) οι πυρήνες, τα κουκούτσια, του καρπού της ελιάς. β. η μάζα από τα στερεά υπολείμματα του ελαιοκάρπου μετά την αποστράγγιση του λαδιού· ελαιόπιτα, πυρήνα.

[λόγ. ελαιο- 1 + πυρήν > πυρήνας μτφρδ. του νεοελλ. λιοκούκουτσο· μεταπλ. σε θηλ. με βάση την αιτ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go