Combined Search
| 5 items total [1 - 5] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελάτι το [eláti] Ο44 : (λαϊκότρ.) το έλατο.
[*ελάτιον υποκορ. του αρχ. ἐλάτη ή αρχ. ἐλάτη μεταπλ. σε ουδ. με βάση την όμοια προφορά και αναλ. προς άλλα ον. δέντρων σε ουδ., π.χ. κυπαρίσσι]
[Λεξικό Κριαρά]
- ελατίνικος, επίθ.,
- βλ. λατινικός.
[Λεξικό Κριαρά]
- ελάτινος, επίθ.
-
- Έκφρ. δένδρα ελάτινα = έλατα:
- (Ιερόθ. Αββ. 333).
[αρχ. επίθ. ελάτινος. Η λ. και σήμ.]
- Έκφρ. δένδρα ελάτινα = έλατα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελάτινος -η -ο [elátinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από έλατο, από ξύλο ελάτου· ελατένιος, ελατίσιος: Ελάτινο ξύλο, ελατόξυλο. Kαλύβα από ελάτινα κλαριά. Ελάτινες σανίδες. Ελάτινο κουπί. Ελάτινη σούβλα.
[λόγ. < αρχ. ἐλάτινος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελατίσιος -α -ο [elatísxos] Ε4 : ελάτινος.
[έλατ(ο) -ίσιος]



