Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκχυμώνομαι [ekximónome] Ρ1β : (ιατρ.) για τριχοειδή αγγεία που παθαίνουν εκχύμωση.
[λόγ. εκχύμ(ωσις) -ούμαι > -ώνομαι (αναδρ. σχημ.) (διαφ. το αρχ. ἐκχυμῶ `βγάζω το χυμό΄)]



