Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκφορτωτήρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκφορτωτήρας ο [ekfortotíras] Ο2 : μηχάνημα κατάλληλο για εκφορτώσεις.

[λόγ. εκφορτω- (δες εκφορτώνω) -τήρ > -τήρας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go