Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτυλίσσω [ektilíso] -ομαι Ρ2.2 : 1. (λόγ.) ξετυλίγω. 2. (παθ.) για αλληλοεξαρτώμενα γεγονότα που συμβαίνουν κατά μία συνεχή διαδοχή: H υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται στην προπολεμική Θεσσαλονίκη.
[λόγ. < ελνστ. ἐκτυλίσσω `ξετυλίγω, αναπτύσσω΄]



