Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτοξευτήρας ο [ektokseftíras] Ο2 : συσκευή, όργανο κτλ. που χρησιμοποιείται για εκτόξευση: ~ αντιαρματικών βλημάτων / ρουκετών.
[λόγ. εκτοξεύ(ω)1 -τήρ > -τήρας]



