Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκτοξευτήρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκτοξευτήρας ο [ektokseftíras] Ο2 : συσκευή, όργανο κτλ. που χρησιμοποιείται για εκτόξευση: ~ αντιαρματικών βλημάτων / ρουκετών.

[λόγ. εκτοξεύ(ω)1 -τήρ > -τήρας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go