Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτελεστός -ή -ό [ektelestós] Ε1 : που μπορούν να τον εκτελέσουν, να τον πραγματοποιήσουν· (πρβ. πραγματοποιήσιμος): Aπόφαση εκτελεστή.
[λόγ. εκτελεσ- (εκτελώ) -τός]



