Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκστασιάζομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκστασιάζομαι [ekstasiázome] Ρ2.1β : περιέρχομαι σε κατάσταση έκστασης. α. για την κατάσταση κατά την οποία το πνεύμα αποχωρίζεται πλήρως από τον κόσμο των αισθήσεων και έτσι επικοινωνεί άμεσα και ταυτίζεται με το Θεό: H ψυχή, όταν εκστασιάζεται, δε χάνεται μέσα στη θεϊκή ουσία, αλλά διαχέεται. β. για την κατάσταση στην οποία περιέρχεται το πνεύμα, όταν απορροφάται πλήρως από μια ισχυρή εντύπωση: Εκστασιασμένοι θεατές / ακροατές.

[λόγ. έκστασι(ς) -άζομαι (δες και εκστασιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go