Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκσπερμάτισμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκσπερμάτισμα το [ekspermátizma] Ο49 : (φυσιολ.) τα σπερματοζωάρια και το σπερματικό υγρό που αποβάλλονται κατά την εκσπερμάτιση.

[λόγ. εκσπερματισ- (εκσπερματίζω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go