Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκσπερμάτιση η [ekspermátisi] Ο33 : (φυσιολ.) η εξώθηση και η αποβολή σπερματοζωαρίων και σπερματικού υγρού από το γεννητικό σύστημα του άρρενος· εκσπερμάτωση, εκσπερματισμός.
[λόγ. εκσπερματι- (εκσπερματίζω) -σις > -ση]



