Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκριζωτής ο [ekrizotís] Ο7 : γεωργικό τροχήλατο μηχάνημα εφοδιασμένο με αιχμηρές ράβδους για την εκρίζωση ζιζανίων, υπόγειων βλαστών κτλ.· εκριζωτική μηχανή.
[λόγ. < ελνστ. ἐκριζωτής `καταστροφέας΄ κατά τη σημ. της λ. εκριζώνω]



