Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκπληρώ
6 items total [1 - 6]
[Λεξικό Κριαρά]
εκπληρώ.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Εκτελώ, εκπληρώνω:
      • τον ορισμόν του να εκπληρούν (Χρον. Μορ. H 3613).
    • 2) (Προκ. για χρόνο) συμπληρώνω:
      • τον χρόνον εξεπλήρωσεν ο δυστυχής να τρέχει (Λόγ. παρηγ. O 383).
    • 3) Πληρώνω:
      • ο πρίγκιπας να εκπληρεί την έξοδόν τους όλην (Χρον. Μορ. H 2789).
    • 4) Τελειώνω:
      • όταν εκπληρώσουσιν και αποπούν οι πάντες, τότε να είπω και εγώ (Διήγ. παιδ. 901).
    • 5) Πραγματοποιώ:
      • θέλησιν σην εκπλήρου (Βίος Αλ. 793).
  • II. (Μέσ.) γεμίζω:
    • των αρωμάτων ευωδιά, ο τόπος εκπληρούται (Φυσιολ. (Legr.) 510).

[αρχ. εκπληρόω. Βλ. και ώνω, ξεπληρώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκπληρώνω [ekpliróno] -ομαι Ρ1 λόγ. αόρ. και εξεπλήρωσα, απαρέμφ. εκπληρώσει : α.εκτελώ, πραγματοποιώ κτ. στο ακέραιο, ως το τέλος: ~ μια υποχρέωση / μια υπόσχεση. ~ το καθήκον μου / το χρέος μου, εκτελώ στο ακέραιο. Εκπλήρωσαν στο ακέραιο το καθήκον τους. ~ τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, υπηρετώ ως το τέλος τη στρατιωτική μου θητεία. ~ τα όνειρά μου, τα πραγματοποιώ, τα κάνω πραγματικότητα. ~ τις επιθυμίες (μου). Εύχομαι να εκπληρωθούν όλες σας οι επιθυμίες. || (λόγ. έκφρ.) εξεπλήρωσε το κοινό καθήκον, πέθανε. β. για πράγμα που πάλιωσε ή χάλασε και έπαψε οριστικά να είναι χρήσιμο: Tο πλυντήριο εκπλήρωσε το σκοπό του / τον προορισμό του.

[λόγ. < αρχ. ἐκπληρ(ῶ) -ώνω `συμπληρώνω έναν αριθμό, ξεπληρώνω΄ & σημδ. γαλλ. accomplir]

[Λεξικό Κριαρά]
εκπληρώνω· εκπλερώνω.
  • 1) Συμπληρώνω:
    • να εκπληρώνει ο καταείς τους τέσσαρους γαρ μήνας (Χρον. Μορ. H 1996).
  • 2) Εκτελώ:
    • αν μόνον μου το πρόσταγμα συντόμως εκπληρώσεις (Καλλίμ. 2058).
  • 3) (Προκ. για το δίκαιο) αποδίδω, ικανοποιώ:
    • (Χρον. Μορ. H 7416).
  • 4) Τελειώνω:
    • εξεπλήρωσεν η κόρη το τραγούδιν (Αχιλλ. L 1220).

[<εκπληρώ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκπλήρωση η [ekplírosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκπληρώνω: H ~ ενός καθήκοντος / μιας υπόσχεσης / μιας επιθυμίας. Διορίστηκε μετά την ~ των στρατιωτικών του υποχρεώσεων.

[λόγ. < ελνστ. ἐκπλήρω(σις) `συμπλήρωση΄ -ση & κατά τη σημ. της λ. εκπληρώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
εκπλήρωσις η.
  • 1) Εκπλήρωση:
    • πάντα θέλω τα έξειν έτοιμα εις εκπλήρωσιν της αποδοχής σου (Σφρ., Χρον. 5822).
  • 2) Καταπράυνση:
    • εκπλήρωσιν του πόνου (Λίβ. P 2280).

[μτγν. ουσ. εκπλήρωσις. Η λ. και σήμ. (η)]

[Λεξικό Κριαρά]
εκπλήρωτος, επίθ.
  • Που έχει εκπληρωθεί:
    • ως αν τα προς … αίτησίν μου … έχοιμι εκπλήρωτα (Αναγν., Ημιάμβ. 52).

[<εκπληρώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go