Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκπατρισμός ο [ekpatrizmós] Ο17 : φυγή, αναχώρηση από την πατρίδα· (πρβ. αποδημία, ξενιτεμός). ANT επαναπατρισμός: Εκούσιος / ακούσιος / μακροχρόνιος ~.
[λόγ. εκπατρισ- (εκπατρίζομαι) -μός]



