Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκπαρθένευση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκπαρθένευση η [ekparθénefsi] Ο33 : (λόγ.) η ρήξη του παρθενικού υμένα γυναίκας, συνήθ. με συνουσία· ξεπαρθένεμα, διακόρευση.

[λόγ. εκπαρθενεύ(ω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go