Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκμυστηρεύομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκμυστηρεύομαι [ekmistirévome] Ρ5.1β : λέω, αποκαλύπτω σε κπ. ένα προσωπικό μου μυστικό, μια κρυφή σκέψη μου ή επιθυμία, ένα κρυφό συναίσθημα· (πρβ. εμπιστεύομαι, εξομολογούμαι): ~ σε κάποιον τις κρυφές επιθυμίες μου / τους φόβους μου / τα σχέδιά μου.

[λόγ. επίδρ. στο ξεμυστηρεύομαι με αντιστροφή της ετυμολογικής σχέσης εκ- > ξε-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες