Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκμηχανισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκμηχανισμός ο [ekmixanizmós] Ο17 : (σπάν.) εκμηχάνιση.

[λόγ. εκμηχανισ- (εκμηχανίζω < εκ- μηχαν(ή) -ίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. mécanisation & αγγλ. mechanization]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go