Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκλογομαγειρείο το [ekloγomajirío] Ο39 : (και στον πληθ., χωρίς διαφορά σημασίας) για υπηρεσία την οποία κατηγορεί ο ομιλητής για δόλια ρύθμιση εκλογικού συστήματος ή δόλια επεξεργασία εκλογικού αποτελέσματος: Nέος (εκλογικός) νόμος ετοιμάζεται στα εκλογομαγειρεία της κυβέρνησης.
[λόγ. εκλογ(ή) -ο- + μαγειρείον]



