Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκλογομάγειρας ο [ekloγomájiras] Ο5 & εκλογομάγειρος ο [ekloγomáji ros] Ο20 : ως επιτιμητικός χαρακτηρισμός προσώπου που σχεδιάζει δόλιες ρυθμίσεις εκλογικού συστήματος ή κάνει δόλια επεξεργασία, αλλοίωση εκλογικού αποτελέσματος: Aλλαγές στον εκλογικό νόμο ετοιμάζουν οι εκλογομάγειροι της κυβέρνησης για να πετύχουν την αυτοδυναμία.
[λόγ. εκλογ(ή) -ο- + μάγειρας, μάγει ρος]



