Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκλογίκευση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκλογίκευση η [eklojíkefsi] Ο33 : α.ρύθμιση κατάστασης, σχέσης κτλ., ώστε να τη διέπουν λογικοί κανόνες: Mε τις νέες ρυθμίσεις επιδιώκεται η απλοποίηση και η ~ του γραφειοκρατικού συστήματος. β. το να παρουσιάζεται, να θεωρείται κτλ. κτ. σαν να έχει λογική: H ψεύτικη συνείδηση που οδηγεί στην ~ της απανθρωπιάς.

[λόγ. εκλογικεύ(ω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go