Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκλεκτικιστικός -ή -ό [eklektikistikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον εκλεκτικισμό: Εκλεκτικιστικές τάσεις. Εκλεκτικιστική φιλοσοφία / διδασκαλία / άποψη. Εκλεκτικιστική τέχνη / αρχιτεκτονική.
[λόγ. εκλεκτικιστ(ής) -ικός]



