Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκλαϊκεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκλαϊκεύω [eklaikévo] -ομαι Ρ5.1 : παρουσιάζω ένα επιστημονικό θέμα με τρόπο τέτοιο που να είναι προσιτό και κατανοητό για ένα κοινό που δεν έχει τις ειδικές γνώσεις: Ο συγγραφέας επιδίωξε και πέτυχε να εκλαϊκεύσει τις βασικές αρχές της διαλεκτικής φιλοσοφίας. Δημοσίευσε πολλά εκλαϊκευμένα μελετήματα, επιστημονικά τεκμηριωμένα αλλά και χωρίς τις δυσκολίες που ορθώνει για το μη ειδικό αναγνώστη η επιστημονική διατριβή.

[λόγ. εκ- λαϊκ(ός) -εύω μτφρδ. γαλλ. populariser]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go