Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκλαϊκευτής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκλαϊκευτής ο [eklaikeftís] Ο7 θηλ. εκλαϊκεύτρια [eklaikéftria] Ο27 : (για συγγραφέα κτλ.) που εκλαϊκεύει επιστημονικά θέματα, γνώσεις.

[λόγ. εκλαϊκεύ(ω) -τής· λόγ. εκλαϊκευ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go