Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκλέγειν
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκλέγειν το [ekléjin] Ο (άκλ.) : το δικαίωμα των πολιτών να εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους σε δημόσια αξιώματα: Tο δικαίωμα του ~ είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο.

[λόγ. < απαρέμφ. του αρχ. ρ. ἐκλέγω κατά τη σημερ. σημ. της λ. εκλέγω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go