Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκκόλαψη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκκόλαψη η [ekólapsi] Ο33 : η διαδικασία του εκκολάπτω. α. η έξοδος νεογνού από το αυγό (για πτηνά και άλλα ωοτόκα ζώα) ή από το κουκούλι (για έντομα): ~ με θραύση / με διάρρηξη. β. (μτφ.) πλήρης διαμόρφωση και εμφάνιση, υπό την επίδραση ορισμένου περιβάλλοντος: Οι ιδέες τους βοήθησαν στην ~ και στο φούντωμα του ποιητικού ρομαντισμού.

[λόγ.: α: αρχ. ἐκκόλαψις (-σις > -ση)· β: σημδ. γαλλ. incu bation]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go