Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκκρίνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκκρίνω [ekríno] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (για κύτταρο, ιστούς, όργανα κτλ.) παράγω ειδική ουσία (σε υγρή συνήθ. κατάσταση) και τη διοχετεύω προς τα έξω ή μέσα σε μία κοιλότητα, ή στο αίμα: Tο ήπαρ εκκρίνει χολή. || για φυτά που αποβάλλουν από τον κορμό και τους βλαστούς τους κάποια ρευστή ουσία: Tα πεύκα εκκρίνουν ρητίνη.

[λόγ. < αρχ. ἐκκρίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go