Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκκλησιαστήριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκκλησιαστήριο το [eklisiastírio] Ο40 : ως γενικός χαρακτηρισμός οικήματος ή χώρου που χρησιμοποιήθηκε από τους πρώτους χριστιανούς για τις θρησκευτικές τους συγκεντρώσεις και τον εκκλησιασμό τους.

[λόγ. < ελνστ. ἐκκλησιαστήριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες