Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκκλησιάζομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκκλησιάζομαι [eklisiázome] Ρ2.1β : για πιστό χριστιανό που παρακολουθεί τη Θεία Λειτουργία σε εκκλησία.

[λόγ. < ελνστ. ενεργ. ἐκκλησιάζω `παρακολουθώ εκκλησιαστική τελετή΄, ἐκκλησιάζομαι `συγκεντρώνομαι΄, αρχ. σημ.: `καλώ συνέλευση΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go