Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκθεμελιώνω [ekθemelióno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) α. γκρεμίζω, κατεδαφίζω ένα οικοδόμημα από τα θεμέλιά του, ολοσχερώς. β. (συνήθ. μτφ.) καταστρέφω ολοκληρωτικά: H κρίση απειλεί να εκθεμελιώσει όλο το οικοδόμημα του δημοκρατικού πολιτεύματος.
[λόγ. εκ- θεμέλι(ον) -ώ > -ώνω μτφρδ. του νεοελλ. ξεθεμελιώνω]



