Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκθήλυνση η [ekθílinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκθηλύνω: ~ του σώματος και της ψυχής.
[λόγ. < αρχ. ἐκθήλυν(σις) `αδυνάτισμα΄ -ση κατά τη σημ. της λ. εκθηλύνω]



