Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκδοροσφαγέας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκδοροσφαγέας ο [ekδorosfajéas] Ο21 : εργάτης σφαγείου που σφάζει και γδέρνει ζώα: Σωματείο Εκδοροσφαγέων.

[λόγ. εκδορ(εύς) -ο- + σφα γ(εύς) -έας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες