Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκδημοτικισμός ο [ekδimotikizmós] Ο17 : προσαρμογή λέξης, φράσης κτλ. της καθαρεύουσας στο τυπικό της δημοτικής: Aνεπιτυχής / επιτυχής ~ λόγιων επιστημονικών όρων.
[λόγ. εκδημοτικισ- (εκδημοτικίζω) -μός]



