Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκβιομηχανίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκβιομηχανίζω [ekviomixanízo] -ομαι Ρ2.1 : μεταβάλλω μια χώρα σε βιομηχανική, προάγω τη βιομηχανία της σε κύριο οικονομικό παράγοντα: ~ μια χώρα / την οικονομία. Εκβιομηχανισμένες χώρες.

[λόγ. εκ- βιομηχαν(ία) -ίζω μτφρδ. γαλλ. industrialiser]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go