Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκβιομηχάνιση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκβιομηχάνιση η [ekviomixánisi] Ο33 : μεταβολή μιας χώρας σε βιομηχανική ή ανάπτυξη της βιομηχανίας της σε κύριο οικονομικό παράγοντα· εκβιομηχάνιση: Tα νέα οικονομικά μέτρα θα συμβάλουν στην ταχεία ~ της χώρας μας. || ~ της παραγωγής. || η εισαγωγή βιομηχανικών μεθόδων στην παραγωγή χειροτεχνημάτων· (πρβ. εκμηχάνιση): ~ της υφαντουργίας.

[λόγ. εκβιομηχανι- (εκβιομηχανίζω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go