Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκβιασμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκβιασμός ο [ekviazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκβιάζω, η προσπάθεια κάποιου να εξαναγκάσει άλλον να υποκύψει σε απαίτησή του, με χρήση απειλής ή βίας: Xυδαίος ~. Hθικός / οικονομικός / πολιτικός ~. Yποκύπτω στον εκβιασμό κάποιου. Έπεσε θύμα εκβιασμού. Aπέτυχε ο ~.

[λόγ. εκβιασ- (εκβιάζω) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go