Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκάστοτε [ekástote] επίρρ. : (λόγ.) (με το οριστικό άρθρο ως επιθετικός προσδιορισμός ουσιαστικού) που είναι, υπάρχει, υφίσταται κτλ. κάθε φορά: Ο ~ πρόεδρος. Προσαρμόζεται στις ~ συνθήκες.
[λόγ. < αρχ. ἑκάστοτε]



