Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εισπλέω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εισπλέω [ispléo] Ρ αόρ. εισέπλευσα, απαρέμφ. εισπλεύσει : (λόγ.) εισέρχομαι, μπαίνω μέσα σε λιμάνι, όρμο κτλ. πλέοντας· (πρβ. καταπλέω).

[λόγ. < αρχ. εἰσπλέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες