Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εισπλέω [ispléo] Ρ αόρ. εισέπλευσα, απαρέμφ. εισπλεύσει : (λόγ.) εισέρχομαι, μπαίνω μέσα σε λιμάνι, όρμο κτλ. πλέοντας· (πρβ. καταπλέω).
[λόγ. < αρχ. εἰσπλέω]



