Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εισοδιάζω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
εισοδιάζω· εσοδιάζω· σοδιάζω.
  • 1) (Προκ. για καρπούς) μαζεύω, αποθηκεύω:
    • εσόδιαζε στάρια και άλλα φαγία (Αχέλ. 171
    • (σε μεταφ., προκ. για πνευματικούς καρπούς):
      • (Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 168283).
  • 2) Κάνω προμήθειες:
    • υπήγαν εις τα Ιωάννινα … και απαυτού εσκόρπισαν όλοι να σοδιάσουν (Χρον. Τόκκων 2576).

[μτγν. εισοδιάζω (βλ. και LBG). Ο τ. σο‑ και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go