Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εισηγμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εισηγμένος -η -ο [isiγménos] Ε3 μππ. του εισάγω : (λόγ.) που τον έχουν εισαγάγει: Mετοχές εισηγμένες στο χρηματιστήριο.

[λόγ. < αρχ. εἰσηγμένος μππ. του εἰσάγω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go