Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εισαγγελικός -ή -ό [isangelikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον εισαγγελέα: Εισαγγελική αγόρευση / πρόταση / απόφαση. Εισαγγελική αρχή / εξουσία.
[λόγ. εισαγγελ(ία) -ικός]



