Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ειρηνικά
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ειρηνικά, επίρρ.· ερηνικά.
  • Με τρόπο ειρηνικό:
    • είχα περάσ’ ειρηνικά, μ’ απομονήν μεγάλην (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [629]).

[μτγν. επίρρ. ειρηνικά. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go