Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ειρήνεμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειρήνεμα το [irínema] Ο49 : (λαϊκότρ., λογοτ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ειρηνεύω.

[ειρηνεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go